μοναχικόν

μοναχικόν
μοναχικός
of
masc acc sg
μοναχικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοναχικός — ή, ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, ή, όν) [μοναχός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα») νεοελλ. 1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …   Dictionary of Greek

  • схима — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (σχῆμα) образ: высшая степень монашества, соединенная с новыми,… …   Словарь церковнославянского языка

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”